μυελίτιδα

μυελίτιδα
(Ιατρ.). Φλεγμονώδης πάθηση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού (πολιομυελίτιδα) ή τη λευκή ουσία του (λευκομυελίτιδα) και, μερικές φορές, σε ολόκληρο το πλάτος του νωτιαίου μυελού (εγκάρσια μ.). Παρόμοια βλάβη παρουσιάζεται και στον εγκέφαλο (εγκεφαλομυελίτιδα) τις μήνιγγες (μηνιγγομυελίτιδα) και τις νωτιαίες ρίζες (ριζομυελίτιδα). Η μ., που διακρίνεται σε οξεία, υποξεία και χρονία, οφείλεται σε διηθητούς ιούς, στη σύφιλη και σε άλλες αιτίες, που πολλές φορές δεν προσδιορίζονται. Σε συνδυασμό ή όχι με τη φλεγμονή των μηνίγγων, παρατηρείται σε όλα τα ζώα και συνήθως είναι αποτέλεσμα βαριάς ή ειδικής φλεγμονής. Όχι σπάνια αποτελεί επιπλοκή εντερίτιδας, μητρίτιδας, νεφρίτιδας, κυστίτιδας ή βρογχοπνευμονίας.
* * *
η
1. ιατρ. φλεγμονή τού νωτιαίου μυελοὺ, η οποία μπορεί είτε να αφορά εκλεκτικά τη φαιά ουσία του, οπότε υπάρχει η περίπτωση τής πολυομυελίτιδας, ή τη λευκή ουσία του, οπότε υπάρχει η περίπτωση τής λευκομυελίτιδας, ή ολόκληρο το εύρος του, οπότε υπάρχει εγκάρσια μυελίτιδα, είτε να συνοδεύεται συγχρόνως με αλλοιώσεις στον εγκέφαλο, στις μήνιγγες ή και στις ρίζες τών νωτιαίων νεύρων
2. (κτηνιατρ.) νοσηρό σύνδρομο που παρατηρείται σε όλα τα κατοικίδια ζώα και είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα φλεγμονής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelite < μυελός + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος). Η λ., στον λόγιο τ. μυελῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

  • νευρομυελίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή κυρίως τής μυελίνης τών νεύρων η οποία προκαλεί, ιδιάζουσα μορφή νευρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuromyelitis < νευρ(ο) * + μυελίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • τεφρομυελίτιδα — η, Ν ιατρ. παλαιός μη εν χρήσει σήμερα όρος για την πολιομυελίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + μυελίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. τεφρομυελῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”